ακεφαλία

ακεφαλία
Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση.
* * *
Ιατρ.
τερατογονία που συνίσταται σε έλλειψη κεφαλής. Μπορεί να συνοδεύεται απο έλλειψη και άλλων τμημάτων τού σώματος (ακέφαλος, μονοβράχιος, μονόπους) ή άλλου είδους δυσμορφίες (ακέφαλος σύμπους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < acephalia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ακέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακεφαλιά — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * η [ακέφαλος] 1. επιπολαιότητα, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • ακεφαλία — η (ιατρ.), έλλειψη κρανίου και εγκεφάλου σε τερατογενή έμβρυα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”